sound

Tuesday, November 07, 2006

Ο νεοφιλελευθερισμός στην Αμερική

Οπως επιβεβαιώνει το Centre on Budget and Policy Priorities και αναφέρει ο Νομπελίστας οικονομολόγος του κατεστημένου Paul Krugman, οι φορολογικές αλλαγές την προηγούμενη δεκαετία στο επίπεδο των Πολιτειών είχαν ως «τελικό αποτέλεσμα μια ανακατανομή του φορολογικού βάρους από τους πλούσιους προς τους φτωχούς. Μια οικογένεια για παράδειγμα που κερδίζει $30,000 τον χρόνο πληρώνει πολύ περισσότερα σε κρατικούς φόρους από μια οικογένεια με το ίδιο εισόδημα (σε σταθερές τιμές) το 1990, ενώ μια οικογένεια που κερδίζει $600,000 τον χρόνο πληρώνει πολύ λιγότερους φόρους (από μια οικογένεια με το ίδιο εισόδημα το 1990)».[2] Η αιτία ήταν ότι οι Πολιτείες μείωσαν τους άμεσους φόρους οι οποίοι (λόγω της «προοδευτικότητας» του συστήματος) επιβαρύνουν κυρίως τα υψηλά εισοδήματα, αλλά δεν μείωσαν επίσης τους έμμεσους φόρους που επιβαρύνουν κυρίως τα χαμηλότερα εισοδήματα. Και φυσικά, η κατάσταση δεν άλλαξε μετά την άνοδο των νεοσυντηρητικων του Μπους. Έτσι, σύμφωνα με το Τax Policy Centre των Urban Institute και Brookings Institution στην Ουάσινγκτον, από την μείωση των φόρων κατά 1,35 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2001, σχεδόν τα μισά εισπράχθηκαν από το πλουσιότερο 1% των Αμερικανών, και, αντίστοιχα από τη μείωση των φόρων του 2003, το 60% πήγε σε φορολογούμενους με εισόδημα πάνω από $100,000![3] Τα ίδια επιβεβαιώνει και έτερος Αμερικανός νομπελίστας του κατεστημένου. Σύμφωνα με τον Joseph Stiglitz: «η μέση Αμερικανική οικογένεια είναι σήμερα σε χειρότερη κατάσταση από ότι ήταν τριάμισι χρόνια πριν. Το μέσο εισόδημα έχει πέσει σε σταθερές τιμές πάνω από $1.500 καθώς οι οικογένειες συμπιέζονται από αυξήσεις μισθών που είναι μικρότερες από τον πληθωρισμό. Συνοπτικά, αυτοί που ωφελήθηκαν από την ανάπτυξη είναι μόνο εκείνοι στην κορυφή της εισοδηματικής κατανομής, δηλαδή η ίδια κοινωνική ομάδα που πήγε τόσο καλά τα προηγούμενα 30 χρόνια και κυρίως ωφελήθηκε από τις φορολογικές μειώσεις του Μπους».[4]

Όσον αφορά την ανεργία, είναι αλήθεια ότι η ελαστική αγορά εργασίας που εισήγαγαν οι νεοφιλελεύθεροι και σοσιαλφιλελευθεροι στις ΗΠΑ μείωσε το επίσημο ποσοστό ανεργίας, μολονότι στη περίοδο 2000-2004, όπως παρατηρεί ο Joseph Stiglitz,[5] για πρώτη φορά από την κρίση της δεκαετίας του 1930 υπήρξε καθαρή απώλεια δουλειών. Σήμερα όμως οι Αμερικανοί, χάρη στην ελαστική αγορά εργασίας που μείωσε τεχνητά την ανεργία, όχι μόνο δουλεύουν περισσότερο από πριν (σύμφωνα με την Διεθνή Οργάνωση Εργασίας ο μέσος Αμερικανός στις αρχές αυτής της δεκαετίας δουλεύει μια εβδομάδα περισσότερο τον χρόνο σε σχέση με 10 χρόνια πριν[6]) αλλά και εισπράττουν λιγότερα! Έτσι, οι αμειβόμενοι με το ελάχιστο ημερομίσθιο (που στις ΗΠΑ, όπως και σε κάθε ελαστική αγορά εργασίας είναι πολλοί), στις αρχές αυτής της δεκαετίας εισέπρατταν $10,712 που (λόγω της αντίστοιχης μείωσης του ελάχιστου ημερομίσθιου) είναι ένα τρίτο λιγότερα από ότι το 1968![7]

H συνέπεια όλων αυτών είναι ότι σύμφωνα με την έκθεση του Census Bureau για το 2003,[8] περίπου 36 εκ. Αμερικανοί, δηλ. 12,5% του πληθυσμού, βρίσκονται σήμερα κάτω από τη (αυθαίρετα οριζόμενη) «γραμμή της φτώχειας». Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σήμερα περισσότεροι Αμερικανοί ζουν σε συνθήκες φτώχειας σε σχέση με το 1965[9]—γεγονός που βέβαια τόσο οι σοσιαλφιλελευθεροι Δημοκρατικοί όσο και οι νεοφιλελεύθεροι Ρεπουμπλικάνοι κουκουλώνουν, όπως, άλλωστε, προκύπτει και από την Έκθεση της διακομματικής επιτροπής της Γερουσίας που επικαλείται ο κ. Ανδριανόπουλος. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι οι ΗΠΑ έχουν το μεγαλύτερο ποσοστό παιδικής φτώχειας[10] και ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά προσδόκιμου ζωής ανάμεσα στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες![11] Φυσικά, παράλληλα με την αύξηση της φτώχειας αυξάνει και η πείνα, με περίπου 31 εκ. Aμερικανών να κατατάσσονται στους «ανασφαλείς ως προς την τροφή τους» (δηλαδή σε εκείνους οι οποίοι δεν ξέρουν που θα βρουν το επόμενο γεύμα) με πάνω από 9 εκ από αυτούς να έχουν φανερά συμπτώματα πραγματικής πείνας. Παράλληλα, ο αριθμός των Αμερικανών που ζουν με τα κουπόνια τροφίμων (food stamps) αυξήθηκε από 17 εκ σε 22 εκ στη πρώτη τετραετία Μπους.[12]

Ενώ όμως η φτώχεια και η πείνα αυξάνει, ο αριθμός των Αμερικανών που εξαρτάται από τα κοινωνικά συστήματα κοινωνικής προστασίας μειώνεται! Πως εξηγείται λοιπόν αυτό το «θαύμα» των νεοφιλελεύθερων και σοσιαλφιλελευθερων; Το 1996, ο Κλίντον με την ενθουσιώδη υποστήριξη και των ρεπουμπλικάνων, εισήγαγε μεταρρυθμίσεις που ουσιαστικά διέλυαν το κράτος πρόνοιας το οποίο είχε εισαχθεί με το Νιου Ντηλ του Ρούσβελτ. Έτσι, εισαχθήκανε χρονικοί περιορισμοί στην διάρκεια των επιδομάτων κοινωνικής ανεργίας και άλλων κοινωνικών επιδομάτων, με στόχο την «ελαστικοποιηση» της αγοράς εργασίας, δηλαδή τον εξαναγκασμό των άνεργων στη αποδοχή οποιασδήποτε δουλειάς. Για παράδειγμα, οι άνεργοι υποχρεώθηκαν να αναλαμβάνουν δουλειές στις υπηρεσίες (σουπερμαρκετ κλπ) με ελάχιστο ημερομίσθιο και χωρίς πληρωμένες διακοπές ή ασφάλεια υγείας[13]. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι σήμερα κάπου 45 εκ Αμερικανοί (σχεδόν 16% του πληθυσμού) δεν έχουν ασφάλεια υγείας, αυξάνοντας πάνω από 5 εκ. τον στρατό των ανασφάλιστων από τότε που ανάλαβε ο Μπους το 2000 - ενώ συγχρόνως τα ασφάλιστρα διπλασιάστηκαν[14]. Ούτε βέβαια είναι εκπληκτικό ότι ο Μπους στη δεύτερη τετραετία του, ολοκληρώνοντας την κατεδάφιση του κράτους πρόνοιας, σχεδιάζει την ιδιωτικοποίηση των συνταξιοδοτικών συστημάτων.[15]


Ανταλλαγή περί Νεοφιλελεύθερης Οικονομίας μεταξύ του Τάκη Φωτόπουλου και του Ανδρέα Ανδριανόπουλου (Ελευθεροτυπία, Μάιος 2005)

2 comments:

Stathis said...

Πολύ ενδιαφέρον . Πρώτη φορά μπαίνω στο blog σου, σε βάζω στα αγαπημένα.
Θίγεις κάποια από τα αγαπημένα μου θέματα...

K-Top said...

Κρίμα κρίμα κρίμα και πάλι κρίμα να έχει καταντήσει έτσι η μοναδική ίσως χώρα που στήθικε και θεσμοθετήθικε τόσο σωστά και προοδευτικά για την εποχή της.